σεμπρικός

σεμπρικός
-ή, -ό, και σέμπρικος, -η, -ο, θηλ. και -ιά, Ν [σέμπρος]
(για κτήματα ή βοσκήματα) αυτός που έχει δοθεί σε σέμπρο για καλλιέργεια ή εκμετάλλευση, επίμορτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σέμπρικος — η, ο, θηλ. και ια, Ν βλ. σεμπρικός …   Dictionary of Greek

  • Σεμπρικός, Διονύσιος — Αγωνιστής του 1821, γνωστός και ως Κατσιλίβας. Καταγόταν από τη Ζάκυνθο. Όταν κηρύχτηκε η Επανάσταση, πέρασε στην Πελοπόννησο επικεφαλής σώματος συμπατριωτών του και πήρε μέρος σε πολλές μάχες. Επειδή τραυματίστηκε, γύρισε στη Ζάκυνθο, όπου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”